ευκίνητος

ευκίνητος
η , ο [ος , ον ]
1) быстрый, проворный, ловкий; лёгкий (в движении); 2) прям. , перен. живой, подвижный;

ευκίνητοςο μυαλό ( — или πνεύμα) — живой ум;

3) подвижный, мобильный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευκίνητος" в других словарях:

  • εὐκίνητος — easily moved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • ευκίνητος — η, ο αυτός που κινείται εύκολα, γρήγορα, ο σβέλτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκινητότερον — εὐκίνητος easily moved adverbial comp εὐκίνητος easily moved masc acc comp sg εὐκίνητος easily moved neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινητοτάτων — εὐκίνητος easily moved fem gen superl pl εὐκίνητος easily moved masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινητοτέρων — εὐκίνητος easily moved fem gen comp pl εὐκίνητος easily moved masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινητότατα — εὐκίνητος easily moved adverbial superl εὐκίνητος easily moved neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινητότατον — εὐκίνητος easily moved masc acc superl sg εὐκίνητος easily moved neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινήτως — εὐκίνητος easily moved adverbial εὐκίνητος easily moved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκίνητον — εὐκίνητος easily moved masc/fem acc sg εὐκίνητος easily moved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκινητοτάτη — εὐκίνητος easily moved fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»